αράντισμα
(ουσ. ουδ.)
αράτισμα
[aˈratizma]
Μαλακ.
αράdημα
[aˈradima]
Ουλαγ.
αρἀιμα
[aˈraima]
Μισθ.
Από το ρ. αραντίζω, όπου και τύπ. αραΐζου, αραdώ (θ. αορ. αραdη-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ψάξιμο, αναζήτηση
ό.π.τ.
:
Τράν'σε,· το κορίτσ̑' ντέ 'ναι, γκαι πήγε το αράdημα
(Κοίταξε, το κορίτσι έλειπε, και πήγε προς αναζήτησή του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντου αράιμα σ' τι ’δουν;
(Τι ήταν η αναζήτησή σου, δηλ. τι έψαχνες;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιοκλάντημα :1