ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αράντισμα (ουσ. ουδ.) αράτισμα [aˈratizma] Μαλακ. αράdημα [aˈradima] Ουλαγ. αρἀιμα [aˈraima] Μισθ. Από το ρ. αραντίζω, όπου και τύπ. αραΐζου, αραdώ (θ. αορ. αραdη-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ψάξιμο, αναζήτηση ό.π.τ. : Τράν'σε,· το κορίτσ̑' ντέ 'ναι, γκαι πήγε το αράdημα (Κοίταξε, το κορίτσι έλειπε, και πήγε προς αναζήτησή του) Ουλαγ. -Dawk. Ντου αράιμα σ' τι ’δουν; (Τι ήταν η αναζήτησή σου, δηλ. τι έψαχνες;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιοκλάντημα :1