ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αραμπάς (ουσ. αρσ.) αραbάς [araˈbas] Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Χαλβάντ. αραbά [araˈba] Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ. αραπάς [araˈpas] Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. αραπά [araˈpa] Μαλακ., Φλογ. Πληθ. αραbάδια [araˈbaðʝa] Ποτάμ., Σινασσ. αραπάδια [araˈpaðʝa] Μαλακ. αραbάγια [araˈbaʝa] Μισθ. αραbάια [araˈbaia] Αξ. αραπάδα [araˈpaða] Τσουχούρ. Νεότ. ουσ. ἀραμπάς (Λεξ. Σομ., λ. carrettone), το οπ. από το τουρκ. ουσ. araba = όχημα, άμαξα.
Αραμπάς, άμαξα, κάρο ό.π.τ. : Αραbαdζ̑ής πήρι τ' αραbά, έφ'γι (Ο αμαξάς πήρε την άμαξα κι έφυγε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έκλωσαν ασ' το Κάστρο με τα αραbάδια (Γύρισαν από το Κάστρο με τις βοϊδάμαξες) Σινασσ. -Τακαδόπ. Που έφυγαμ' την ημέρα πήγαμε με τα αραπάδια 'ς τη Νίγδη (Την ημέρα που φύγαμε πήγαμε με τα κάρα στην Νίγδη) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β 'τουν παίνιξαμ' σου κόμμα, τσακώχιν ντου μαζού απ' ντ' αραbά ('Oταν πηγαίναμε στο χωράφι, έσπασε ο άξονας του κάρου) Μισθ. -Κοτσαν. Ερχόταν αραbάγια πάτατσις (Ερχόταν κάρα με πατάτες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήραν αραπάδα, πήγανε σα Γρεβενά (Πήραν κάρα, πήγανε στα Γρεβενά) Τσουχούρ. -VLACH Έζιψιν το πεϊκίρι σον αραπά (Έζεψε το άλογο στο κάρο) Τσουχούρ. -VLACH Mε τα αραbάια παίνισ̑καμ’ ’ς το βάλτο να σερέψουμ’ παμbάκια (Με τους αραμπάδες πηγαίναμε στον βάλτο να μαζέψουμε βαμβάκια) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Βοϊτού αραπά (Βοδιού αραμπάς˙ βοϊδάμαξα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Μι τ' αραbά (Με τον αραμπά˙ πολύ, με μεγάλη ένταση) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μο τον αραπά (με τον αραμπά˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του κότας ο αραbάς (Το κεντρικό κόκκαλο του στήθους της κότας, το οπ. εξέταζαν για μαντικούς λόγους) -ΚΜΣ-ΚΠ326 Συνών. αμάξι
β. Άρμα Φλογ. : || Φρ. Προφητελίας ταβρά τ' αραπά τ' (Ο προφήτης Ηλίας τραβά το άρμα του ˙ βροντάει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361