ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμάξι (ουσ.) αμάξι [aˈmaksi] Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. αμάξ' [aˈmaks] Γούρδ. αμάξ̑ι [aˈmakʃi] Αραβαν., Φλογ. αμάξ̑' [aˈmakʃ] Αξ., Μισθ., Τροχ. Από το αρχ. ουσ. ἁμάξιον. Ο τύπ. αμάξι μεσν.
1. Άμαξα ό.π.τ. : Σο πατρίδα μας δεν είχαμε αυτοκίνητα· μόνο αμάξια (Στην πατρίδα μας δεν είχαμε αυτοκίνητα· μόνο αμάξια) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Γιόμισαμ' τα αμάξια πράματα (Γεμίσαμε τα αμάξια με τα πράγματά μας) Τσαρικ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Μι ντα αμάξια πήαν ούλα (Με τα αμάξια πήγαν όλοι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πήρι μας απ' του Σελενίτσ' ένα μισιώτικο πάλ' αμάξ̑' (Μας πήρε απ' την Θεσσαλονίκη ένα μιστιώτικο πάλι αμάξι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Του κότας το αμάξ' (Το αμάξωμα της κότας˙ το στήθος της κότας) Ανακ. -Κωστ.Α. || Ασμ. Την κόρη που μ'έκρυψες, να με την φανερώσεις,
σε κουβαλώ το κερί κι αμάξι το λιβάνι
και με το βαλοπέτζι να κουβαλώ το λάδι
((Αν μου φανερώσεις την κοπέλα που μου έκρυψες,
θα σου φέρω το κερί και το λιβάνι με το αμάξι
και θα σου φέρω το λάδι με το δερμάτινο ασκί))
Σινασσ. -Lag.
Συνών. αραμπάς
β. Το φορτίο μιας άμαξας Φλογ. : Να πάμ' να φέρουμ' έν αμάξ' πιλιάρα (Να πάμε να φέρουμε μιά αμαξιά σίκαλη )
2. Αυτοκίνητο Μισθ. : Ε μούλλουίς τα 'ς αμάξ' τα τζιγάρις, ε; (Ε τα έκρυψες στο αμάξι τα τσιγάρα, ε;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.