αμμά
(σύνδ.)
αμ-μά
[aˈmːa]
Σίλ., Φάρασ.
άμ-μα
[ˈamːa]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Φάρασ.
αμά
[aˈma]
Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Φάρασ., Φλογ.
άμα
[ˈama]
Σινασσ., Φάρασ.
αμ
[am]
Αραβαν., Φερτάκ.
αμέ
[aˈme]
Σατ.
Από τον τουρκ. (< αραβ.) σύνδ. am(m)a. Δεν αποκλείεται ενίσχυση του ήδη μεσν. σύνδ. ἀμά, ἀμή, ἀμέ, ἀμμέ = αλλά, το οπ. από το αρχ. εἰ μή, ἂν μή. Ο τύπ. αμ με αποβολή του τελικού φων. αρχικά πριν από λέξεις που άρχιζαν με φωνήεν.
1. Αλλά
ό.π.τ.
:
Μάνα τους ποτινgιάν του σωρεί, γροικά τα ότσ̑ι τούτους τουτσ̑εινής βαβάς ει', αμ-μά φοβήσκι να τα ειπεί του βαβάν τζ̑ης
(Όταν η μητέρα τους τον βλέπει, καταλαβαίνει ότι είναι ο πατέρας της, αλλά φοβόταν να του το πει)
Σίλ.
-Dawk.
Ήρτα αμ-μά κανείνα τζ̑ο είδα
(Ήρθα αλλά κανέναν δεν είδα)
Φάρασ.
-Bağr.
Τ' άλλο το μέρα σ̑ηκώρη να υπάγ̑' σο όργο, άμ-μα μάνα τ' ντέν ντο βάφ'κε
(Την άλλη μέρα σηκώθηκε να πάει στην δουλειά αλλά η μητέρα του δεν το άφησε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ναι, αμά ντε πήις
(Ναι, αλλά δεν πήγες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να σας πω ένα γκελεdζ̑ί αμά να το πιάσετε
(Θα σας πω έναν λόγο και να τον λάβετε σοβαρά υπόψη σας )
Τελμ.
-Dawk.
Αφ' του ένι κ͑άμι νομάτ͑' άμ-μα μαγραώνει τσ̑όγας
(Όχι μόνο είναι κακός άνθρωπος αλλά μαλώνει κιόλας)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Αμ' τσ̑ίγαλ' το γκρεύισ̑κες;
(Αλλά πώς το ήθελες;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Άλεϊ π͑αράδα μη 'υρεύεις άμ-μα κάμνε τσ̑όγας
(Δεν φτάνει μόνο να ζητάς λεφτά αλλά προσπάθησε κιόλας, ενν. να τα αποκτήσεις)
Φάρασ.
-Αναστασ.
- Ισ̑ύ καdέβα. - Αμά, να καdεβώ για, πάλ' να με βγάλεις
(- Εσύ κατέβα. - Αλλά, αν κατεβώ, θα με τραβήξεις πάλι επάνω)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έπαρ' το αμά με το τσακώεις
(Πάρ' το αλλά μην το σπάσεις)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλ-λί πάλι 'πνώνει όξου, άμα πώς ταυρεί κανείς τζ̑ο κατέσ̑ει τα
(Και το σκυλί κοιμάται έξω, αλλά το τι περνάει κανείς δεν το ξέρει˙ δύσκολα κατανοούμε τα βάσανα του άλλου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ξένα χέρια λούζουν αμά δεν καθαρίζουν
(Τα ξένα χέρια λούζουν αλλά δεν καθαρίζουν˙ ο καθένας καλύτερα να διαχειρίζεται μόνος του τις υποθέσεις του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αλλά, για, λάκιν
2. Όμως
Σινασσ.
:
Άφηκεν στο σπίτι το σκυλί της που μιλούσε σαν άνθρωπος, και το παρήγγειλε κρυφά το βραδ' να της πει ό,τι διει. Το σκυλάκι άμα αγαπούσε την Πενdάμορφη
(Άφησε στο σπίτι το σκυλί της που μιλούσε σαν άνθρωπος, και το διέταξε κρυφά το βράδυ να της πει ό,τι δει. Το σκυλάκι όμως αγαπούσε την Πεντάμορφη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
μεγέρ :1
3. Με επιτατ. λειτουργία στο τέλος της πρότασης ή εισάγοντας μιά επιφωνηματική φρ. που τονίζει την ιδιότητα που αποδίδεται συνήθως στο αντικ. της πρότασης
ό.π.τ.
:
Εχτές έβρεξε 'να βρεχός άμ-μα
(Χθες ἐρριξε μιά βροχή αλλά τι βροχή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ς έξ̑ι μήνεζ μέσα έχτσ̑ισαν ένα λουτρό άμ-μα τσ̑ι λουτρό
(Μέσα σε 6 μήνες έχτισαν ένα λουτρό αλλά τι λουτρό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λίγο εκεί τεέτσης ήτουν το άλογο τ', άμ-μα τσι άλογο, τα vαλτσάριa τ' ασ' το ασ̑ήμ', τα γκέμια τ' ασ' το αλτι̂́ν και το εγέρι τ' ασ' το γατιφέ
(Λίγο πιο 'κεί ήταν το άλογό του, αλλά τι άλογο, τα πέταλά του από ασήμι, τα γκέμια του από χρυσάφι και η σέλα του από βελούδο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εγώ, ετό το σάλσα το τόπος, λιαρό να έρτσ̑ει ντέν 'τουν, άμ-μα!
(Μα, απ' αυτόν τον τόπο που τον έστειλα εγώ, δεν ήταν αναμενόμενο να επιστρέψει γερός!)
Αραβαν.
-Φωστ.
Πολύ δου 'γάπανι δου σκυλί τ', ένα καλό σκυλί αμμά
(Πολύ το αγαπούσε το σκυλί της, ένα πολύ καλό σκυλί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ένι 'ληθιώτικο αμμά ατό!
(Μα είναι αληθινό αυτό!)
Τσουχούρ.
-VLACH