ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμμουδιάρης (επίθ.) αμμουδιάρ' [amuˈdʝar] Μαλακ. αμμουζιάρ' [amuˈzʝar] Μισθ. αμμουδιαρός [amuðʝaˈros] Φλογ. αμμουδιανός [amuðʝaˈnos] Σινασσ. Από το ουσ. αμμουδιά και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Αμμώδης ό.π.τ. : Ντου χώμα τσ̑είδι πολύ αμμουζιάρ' (Το χώμα είναι πολύ αμμώδες) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γουμσάρι, κούμι :2
2. Ως ουσ., συνθηματ., Τούρκος προσκυνητής στην Μέκκα (λόγω της μεσολαβούσης αραβικής ερήμου) Φλογ.