αμπασάρντιστος
(επίθ.)
απασάρντιστος
[apaˈsardistos]
Σινασσ.
Από το στερητ. πρόθμ. α-, το ρ. μπασαρντίζω = κατορθώνω και το παραγωγ. επίθμ. -τος.
Αργόστροφος