ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμόν (μόρ.) αμόν [aˈmοn] Κίσκ., Φάρασ. αμούν [aˈmun] Φάρασ. 'μο [mο] Φάρασ. Πιθ. από έναν αρχικά επιρρηματ. τύπ. με την σημ. ‘κάπως, με κάποιο τρόπο’ που ανάγεται σε αμάρτ. ἁμός ‘κάποιος’, όπως και τα μεταγν.ἁμοῦ, ἁμῆ, ἁμοῖ και ἁμῶς (Σετάτος 1995: 30). Η λ. και Πόντ. Κατά τον Αναστασιάδη (1976: 135), ο σύνδ. αμόν δεν ανήκει στο ιδ. Φαράσων και καταγράφεται μόνο άπαξ από τον Lagarde. Στις γραπτές πηγές όμως απαντούν πολλαπλές μαρτυρίες. Βλ. Kahane & Kahane 1973: 22 ὁμῶς, Κουκουλές Αθηνά 57 (1953: 214-215).
1. Ομοιωματ. πρόθ. σε παρομοιώσεις : Μο το μέλι 'γαπάγω σε (Σ' αγαπώ σαν το μέλι) Φάρασ. -Αναστασ. Σο 'μόν την τζοιλία ήτουν αν ελμάς αμόν το γιουμbρούχι σου, αρέτσα έχασές τα (Μέσα στην κοιλιά μου ήταν ένα διαμάντι (μεγάλο) σαν την γροθιά σου, τώρα το έχασες) Φάρασ. -Παπαδ. ’ς ε χωρίος ήτουν α νομάτ' κιοβταλούς, αμόν ’ρκούδι (Σ' ένα χωριό ήταν ένας άνθρωπος δυνατός σαν αρκούδα) Κίσκ. -Παπαδ. 'σείς μένα να με πιἀσετε, αμόν κλέφτη πάνω έρτζεστε μοτό ραβδία τζαι μοτό μαχαίρι τζαι μοτό ξύα 'γνένdα μου (Εσείς για να με πιάσετε, έρχεστε καταπάνω μου όπως (θα πέφτατε) πάνω σε έναν κλέφτη, με ραβδιά, μαχαίρια και ρόπαλα = Ματθ. 26.55 Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με) Φάρασ. -Lag. Συνών. ον, σαν
2. Ομοιωματ. σύνδ. σε προτάσεις, δηλώνει ενδοιασμό ή πιθανολογία : Αμούν να ήτον αδέ 'πέσου α νομάτ' (Σαν να μου φάνηκε ότι ήταν ένας άνθρωπος εδώ μέσα) Φάρασ. -Dawk. Συνών. σαν