αμμής
(ουσ.)
αμ-μής
[aˈmmis]
Φάρασ.
αμμής
[aˈmis]
Κίσκ., Τσουχούρ., Φκόσ.
εμ-μή
[eˈmmi]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. emmi (< αραβ. ˁammī) = θείος από την πλευρά του πατέρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. âmmi.
Θείος
ό.π.τ.
:
Πήαμ' ση Φέρκα· μποίκαν μις ασκέρ'· «Αμμή μου να μι γλυτώσ̑ει»
(Πήγαμε στην Φέρκα· μας έβαλαν στον στρατό. (Ενν. Σκέφτηκα) «Ο θείος μου θα εξαγοράσει την θητεία μου»)
Κίσκ.
-Dawk.
Είπιν ντα τσ̑’ ο αμμής του κι «Αμάν»
(Είπε και ο θείος του «Αμάν»)
Τσουχούρ.
-VLACH
Σο Σινιασσό είχα ένα εμμί
(Στην Σινασσό είχα έναν θείο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Του Ταμλαμάζογλου το παιί ασ' το εμή τ' έσπειρε το κόμμα τ'
(Ο γιος του Ταμλαμάζογλου έσπειρε το χωράφι του θείου του)
Μισθ.
-Αρχέλ.
Ήνοιξεν τα φτάλμα τ'ς τζαι είπεν τι σο γιο τ'ς, τον αμμή μου, ’ς μα μου το δεφό
(Άνοιξε τα μάτια της και είπε στον γιο της, τον θείο μου, της μητέρας μου τον αδελφό)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Συνών.
θείος, λούβα, νταής