λούβα
(ουσ. αρσ.)
λούβα
[ˈluva]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τσαρικ., Φλογ.
λούβαρ
[ˈluvar]
κ.α., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Πληθ.
λουβάδις
[luˈvaðis]
Μαλακ.
λουβάες
[luˈvaes]
Μπέηκ.
λουβάις
[luˈvais]
Μισθ.
Αγν. ετύμ.
1. Θείος, και ιδίως από την πλευρά του πατέρα
ό.π.τ.
:
Τσ' ύστερα λούβα μ' χάην τσαού
(Και ύστερα ο θείος μου πέθανε εδώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντου λούβα μ' λέιξάν ντου Αντών', τ' άλλου ντου λούβα μ' λέιξαν ντου Γαρελέμ'
(Το θείο μου τον έλεγαν Αντώνη, τον άλλο το θείο μου τον έλεγαν Χαραλάμπη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πήι να βοηντησ̑' ντου λούβα τ' Πρόϊμου
(Πήγε να βοηθήσει το θείο του τον Πρόδρομο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εγώ πήγα με το μέγα το χωριό, Ναξό, με λουβάες
(Εγώ πήγα με το μεγάλο το χωριό, την Αξό, με τους θείους μου)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Φρ.
Λούβα μ' ντου παιί
(Το παιδί του θείου μου˙ ξάδελφος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αμμής, θείος, νταής
2. Ευγενική προσφώνηση προς γηραιότερους
ό.π.τ.
:
Ντου μέγα μας αϊλφό λέιξαμ' ντου λούβα
(Το μεγάλο μας αδελφό τον λέγαμε θείο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
θείος, νταής, ποσάκας, τατάς :3
3. Στον πληθ., συγγενείς
Μισθ.
:
Ντου σόι μας λουβάις τσ̑είμιστι
(Το σόι μας είμαστε συγγενείς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.