ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λούγκρας (ουσ. θηλ.) λούνκρας [ˈlunkras] Φλογ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lüngür ή lukur = υδροροή πηγής, χωνί, πβ. και ηχομιμητ. lıkır lıkır ή lukur lukur = κελάρυσμα νερού· THADS, λ. lüngür II). Εναλλακτικά από το ιταλ. lurco = λαίμαργος, φαγάς. Λιγότερο πιθ. η προέλευση από το μεταγν. ουσ. γρύλλος = γουρούνι (διαλεκτ. γρούλλα > αμάρτ. γκρούλλα > λούγκρα, Τζιτζιλής 2017: 78).
Μειωτ., αυτός που πίνει νερό με απληστία, ρούφουλας.