ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λούλα (I) (ουσ. θηλ.) λούλα [ˈlula] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. Αγν. ετύμ. Πβ. ποντιακό βρούλα = φλόγα (ΙΛΝΕ, λ. βρούλα). Κατά τον Καραποτόσογλου (1982: 204) υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. βρουλίζω (< γαλλ. bruler = καίω).
1. Φωτιά με φλόγα ό.π.τ. : Σε νάψουμι λούλες (Θ' ανάψουμε φωτιές) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γιαγκίνι :1, εστία :1, λάβρα, πυρά, φωτιά
β. Φλόγα Φλογ. : Νισ̑κιά ποίκεν λούλα (Η φωτιά έβγαλε φλόγες ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Κατά πληθ., έθιμο ανάμματος πυράς την 24η Ιουνίου ή την 1η Αυγούστου, κλήδονας Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ., Φλογ. : Ήφτισ̑καν τα λούλες (Άναβαν τις πυρές του κλήδονα) Ανακ. -Κωστ.Α. Ν' ανάψωμε τα λούλες λέισκαμ' (Nα ανάψουμε τις πυρές, λέγαμε) Μαλακ. -Νίγδελ.Λ. Λούλες ήφτισ̑καμ' πρώτη Άγουστο, σα θύρια μας ομbρό (Πυρές του κλήδονα ανάβαμε την πρώτη Αυγούστου, μπροστά στις πόρτες μας) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887