ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εστία (ουσ. θηλ.) ιστιά [iˈstça] Ποτάμ. ισ̑ά [iˈʃa] Σίλ. νεστία [neˈstia] Φάρασ. νεστιά [neˈstça] Σινασσ. νεσ̑ά [neˈsça] Τελμ. νιστία [niˈstia] Αφσάρ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. νιστιά [niˈstça] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ. νισκιά [niˈsca] Μαλακ., Τροχ. νισ̑κιά [niˈʃca] Τελμ., Φλογ. νισ̑ά [niˈʃa] Δίλ., Μισθ., Σίλ., Τροχ., Φερτάκ. νισ̑τσ̑ά [niˈʃtʃa] Αραβαν. νισ̑τά [niˈʃta] Ουλαγ. νιστά [niˈsta] Γούρδ. Πληθ. ισ̑άδις [iˈʃaðis] Σίλ. Αρχ. ουσ. ἑστία. Οι τύπ. νιστία, νιστιά ήδη μεσν., με προσθήκη του ληκτικού -ν του άρθρ. λόγω εσφαλμένης μορφηματικής κατάτμησης.
1. Φωτιά ό.π.τ. : Σωροβιένdαι, κρουν νισ̑ές, Μαάλ' Τσ̑ερετσ̑ής νισ̑ές (Μαζεύονται, ανάβουν φωτιές, πασχαλινές φωτιές) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσ̑' ατσ̑είνοι σο χαϊμάν' 'πέσω δώκαν 'α νιστία, θερμανούσανdε (Κι εκείνοι άναψαν μιά φωτιά μέσα στην αυλή, θερμαινόντουσαν) Φάρασ. -Lag. Ηύρανε ση νιστία μπάνου το πουλόκκο ψημένο (Βρήκανε το πουλάκι πάνω στην φωτιά ψημένο) Φάρασ. -Dawk. Μετά κρούϊξαν ένα καλό νισ̑ά, να ψηχεί, να κοκκινίσ̑' (Μετά άναβαν μιά καλή φωτιά, να ψηθεί, να κοκκινίσει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Απ' τζίγαρα να πάρ' νισ̑ά (Από το τσιγάρο θα πάρει φωτιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παπάς σέκνει τα 'ς ισ̑άν απέσου του νιαρό (Ο παπάς το βάζει μέσα στην φωτιά το νερό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χέκεις του νισ̑ά απάν’ (Το βάζεις πάνω στην φωτιά) Μισθ. -VLACH Το νισ̑κιά χωνεύτεν (Η φωτιά έσβησε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Καταπάτ'σεν τη νιστία 'νυπόλυτο τζ̑' έβζησεν τα (Καταπάτησε την φωτιά ξυπόλυτος και την έσβησε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Νισ̑ά σ' εσένα, λάβρα 'ς εκείνο (Φωτιά σ' εσένα, λάβρα σ' εκείνον˙ αρά· να πέσει φωτιά να σε κάψει) Φερτάκ. -Αλεκτ. Ισ̑ά να σου κάψει (Φωτιά να σε κάψει˙ αρά) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Το μπαρούσ̑' σο νισ̑τσ̑ά κοντά μη ντο βαΐκνεις (Το μπαρούτι κοντά στην φωτιά μην το βάζεις˙ λέγεται για τους αρραβωνιασμένους που δεν κάνει να πλησιάζονται) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το χορτάρι μο τα νιστία τιλλίκι φτένει; (Το μπαρούτι με την φωτιά κάνουν συντροφιά;˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιαγκίνι, λούλα :1, πυρά, φωτιά
2. Πυρετός Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Τελμ., Φλογ. : Απέσω μ' έχω νιστά και κάφτσει με (Μέσα μου έχω πυρετό και με καίει) Γούρδ. -Καράμπ. Ἐπισεν σα νισ̑κιές (Έπεσε στις φωτιές, έχει πυρετό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Γιοβάνης έχει λίγο νισ̑κά (Ο Γιάννης έχει λίγο πυρετό) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. τιναχτής
3. Κεραυνός Φλογ. : Γιλντιρίμ, νισ̑κιά το λέισ̑καμ' (Τον κεραυνό τον λέγαμε "φωτιά") Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Κουνdα νισ̑κιά (Ρίχνει φωτιά˙ Πέφτουν κεραυνοί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. βροντιό, γιλντιρίμι
4. Μεγάλη ζέστη Μισθ. : Ρίφ' νισ̑ά σ̑ήμιρα (Κάνει πολλή ζέστη σήμερα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. λάβρα :2