ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιλντιρίμι (ουσ. ουδ.) γιλντιρίμι [ʝildiˈrimi] Κίσκ., Φάρασ. γιλντιρίμ' [ʝildiˈrim] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσελτ. γιλντι̂ρι̂́μ' [ʝildɯˈrɯm] Αξ., Μισθ. γιλτι̂ρι̂́μ' [ʝiltɯˈrɯm] Αξ., Φερτάκ., Φλογ. γιλτιρούμ' [ʝiltiˈrum] Μισθ. 'ιλντιρίμ' [ildiˈrim] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. yıldırım = αστραπή, κεραυνός, όπου και διαλεκτ. τύπ. yıltırım.
Αστραπή, κεραυνός ό.π.τ. : Έπισι 'να γιλτιρούμ' κουνdά μας (Έπεσε ένας κεραυνός κοντά μας) Μισθ. -Κοτσαν. Σκότωσε βόια πολλά σο χωριό το γιλντιρίμ’ (Σκότωσε πολλά βόδια στο χωριό ο κεραυνός) Μισθ. -ΙΛΝΕ Κατέβ'κι 'ιλντιρίμ' (Έπεσε κεραυνός) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κακό γιλντι̂ρι̂́μ' να πέσει και να σε κάψει (Κακός κεραυνός να πέσει και να σε κάψει· αρά) -ΚΜΣ-ΚΠ34 || Φρ. Να σι τσαλτήσ' του γιλντιρίμ' (Να σε χτυπήσει αστροπελέκι· αρά) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. αστραπή, βροντιό, εστία, σάφκι, τσακμάκι