γιλντιρίμι
(ουσ. ουδ.)
γιλντιρίμι
[ʝildiˈrimi]
Κίσκ., Φάρασ.
γιλντιρίμ'
[ʝildiˈrim]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσελτ.
γιλντι̂ρι̂́μ'
[ʝildɯˈrɯm]
Αξ., Μισθ.
γιλτι̂ρι̂́μ'
[ʝiltɯˈrɯm]
Αξ., Φερτάκ., Φλογ.
γιλτιρούμ'
[ʝiltiˈrum]
Μισθ.
'ιλντιρίμ'
[ildiˈrim]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. yıldırım = αστραπή, κεραυνός, όπου και διαλεκτ. τύπ. yıltırım.
Αστραπή, κεραυνός
ό.π.τ.
:
Έπισι 'να γιλτιρούμ' κουνdά μας
(Έπεσε ένας κεραυνός κοντά μας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σκότωσε βόια πολλά σο χωριό το γιλντιρίμ’
(Σκότωσε πολλά βόδια στο χωριό ο κεραυνός)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ
Κατέβ'κι 'ιλντιρίμ'
(Έπεσε κεραυνός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κακό γιλντι̂ρι̂́μ' να πέσει και να σε κάψει
(Κακός κεραυνός να πέσει και να σε κάψει· αρά)
-ΚΜΣ-ΚΠ34
|| Φρ.
Να σι τσαλτήσ' του γιλντιρίμ'
(Να σε χτυπήσει αστροπελέκι· αρά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
αστραπή, βροντιό, εστία, σάφκι, τσακμάκι