γινατλαστίζω
(ρ.)
γινατλασ̑τίζου
[ʝinatlaˈʃtizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. inatlaşmak = πεισμώνω με κάποιον.
Πεισμώνω
Συνών.
γινατλαντίζω