γινατλαντίζω
(ρ.)
γινατλανdίζου
[ʝinatlanˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
γινατλάντ'σ̑α
[ʝinatˈlantʃa]
Μισθ.
Από το ουσ. γινάτι, όπου και τύπ. γινάτ', και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Πεισμώνω
:
Γινατλάντ'σ̑α τσ̑ι μποίκα ντου ούτσ̑α ότιαλ ντου μποίκα
(Πείσμωσα και το έκανα έτσι όπως το έκανα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γινατλαστίζω