ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γινατλαντίζω (ρ.) γινατλανdίζου [ʝinatlanˈdizu] Μισθ. Αόρ. γινατλάντ'σ̑α [ʝinatˈlantʃa] Μισθ. Από το ουσ. γινάτι, όπου και τύπ. γινάτ', και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Πεισμώνω : Γινατλάντ'σ̑α τσ̑ι μποίκα ντου ούτσ̑α ότιαλ ντου μποίκα (Πείσμωσα και το έκανα έτσι όπως το έκανα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γινατλαστίζω