ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιλάν (ουσ. ουδ.) γιλάν [ʝiˈlan] Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ. Από τουρκ. ουσ. yılan = φίδι.
Φίδι : Ένα κ͑οτζ̑ά χερίφος κοιμάται εγίπ, και το στόμα τ’ άχ’σε γιλάν (Ένας ηλικιωμένος άντρας κοιμάται και στο στόμα του σὐρθηκε ένα φίδι) Ουλαγ. -Dawk. Ύστερα έθεκάν το Γιλανού Παναγία (Ύστερα την ονόμασαν (αυτήν την εκκλησία) Παναγιά Φιδιώτισσα) Τελμ. -ΚΜΣ-ΚΠ261 Συνών. κουλάκι, κουλατζόκκο :1, φίδι