γικίχ
(ουσ.)
γι̂κι̂́χ
[ʝɯˈkɯx]
Αραβαν.
γικι̂́χ
[ʝiˈkɯx]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. επίθ. yıkık = γκρεμισμένος, ερειπωμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. yıhıh.
2. Ως ουσ., χάλασμα, ερείπιο
ό.π.τ.
:
Πήγε ’ς ένα γικι̂́χ
(Πήγε σε ένα ερειπωμένο σπίτι)
Φερτάκ.
-Dawk.
Συνών.
βεράνι :1, ορένι, χαραπάτι, χαράπι
Τροποποιήθηκε: 11/03/2025