ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γικίχ (ουσ.) γι̂κι̂́χ [ʝɯˈkɯx] Αραβαν. γικι̂́χ [ʝiˈkɯx] Φερτάκ. Από το τουρκ. επίθ. yıkık = γκρεμισμένος, ερειπωμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. yıhıh.
1. Ως επίθ., γκρεμισμένος, ερειπωμένος ό.π.τ. Συνών. βεράνι :2
2. Ως ουσ., χάλασμα, ερείπιο ό.π.τ. : Πήγε σ’ ένα γικι̂́χ (Πήγε σε ένα ερειπωμένο σπίτι) Φερτάκ. -Dawk. Συνών. βεράνι :1, ορένι, χαραπάτι, χαράπι