βεράνι
(ουσ.,επίθ.)
βιράνι
[viˈrani]
Σίλ.
βεράνι
[veˈrani]
Σίλ., Φάρασ.
βεεράν'
[veeˈran]
Μισθ.
βεράν
[veˈran]
Ουλαγ.
βερέν'
[veˈren]
Τελμ.
Αρσ.
βιρανές
[viraˈnes]
Γούρδ.
βερενές
[vereˈnes]
Φάρασ.
βερενέ
[vereˈne]
Μισθ.
Πληθ.
βερενέδε
[vereˈneðe]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. βεράνι, όπου και τύπ. βιράνι (Mackridge 2021), το οπ. από το τουρκ. ουσ. virane (< περσ.) = ερείπιο, όπου και διαλεκτ. τύπ. verane, veran.
β.
Ερημότοπος
Γούρδ.
2. Ως επίθ., ερειπωμένος
Σίλ.
:
Παγαίνει τσ̑η 'ς τἔνα βεράνι τόπου κι σέκνει τσ̑η
(Την οδηγεί σε έναν ερειπωμένο τόπο και την αφήνει εκεί)
Σίλ.
-Dawk.
Ως ντελαν̑ινονdίσκαμι 'ρώ κι κει μπήκαμι 'ς ένα βεράν̑ι χάν̑ι κι 'πόμ'ναμ' κει
(Καθώς περιπλανιόμασταν εδώ κι εκεί μπήκαμε σε ένα ερειπωμένο χάνι και μείναμε εκεί)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γικίχ :1