ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βερί (ουσ. ουδ.) βερί [veˈri] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. βεργί, υποκορ. του βέργα. Κατά τον Καρολίδη (1885: 79) από το αρμεν. ուռ [vur] = α) κλήμα, κλαδί κλήματος β) μοσχάρι.
Κληματσίδα : Θεκνίνκαν ντο βερί· τρία-τέσσερα τσ̑άγ̇ε 'νοίσκανε, θεκνίνκαν τα βερία (Έβαζαν το κλήμα· τρία-τέσσερα αυλάκια άνοιγαν, έβαζαν τα κλήματα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κληματσίδα, ψαλιδιά