ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψαλιδιά (ουσ. θηλ.) ψαλιριά [psaliˈrʝa] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. ψαλιδιά (Λεξ. Σομ., λ. forsiciata), η οπ. από το ουσ. ψαλίδι και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Έλικας αμπέλου, κληματσίδα : Ασμά έβγαλι ψαλιριές (Η κληματαριά έβγαλε κληματσίδες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. κληματσίδα