ψαλιδιά
(ουσ. θηλ.)
ψαλιριά
[psaliˈrʝa]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. ψαλιδιά (Λεξ. Σομ., λ. forsiciata), η οπ. από το ουσ. ψαλίδι και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Έλικας αμπέλου, κληματσίδα
:
Ασμά έβγαλι ψαλιριές
(Η κληματαριά έβγαλε κληματσίδες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κληματσίδα