ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψελιάζω (ρ.) ψελιάζω [pse'ʎazo] Μαλακ., Φλογ. Από το επίθ. ψιλός, όπου και τύπ. ψελός, και το το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Λεπταίνω κάτι Μαλακ.
2. Γίνομαι ψιλός Φλογ.
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025