ψελιάζω
(ρ.)
ψελιάζω
[pse'ʎazo]
Μαλακ., Φλογ.
Από το επίθ. ψιλός, όπου και τύπ. ψελός, και το το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Λεπταίνω κάτι
Μαλακ.
2. Γίνομαι ψιλός
Φλογ.