ψάρι (I)
(ουσ. ουδ.)
ψάρι
[ˈpsari]
Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
ψάρ'
[psar]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ.
πισάρι
[pi'sari]
Σίλ.
Πληθ.
ψάρια
[ˈpsarʝa]
Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ψάριν, το οπ. από αρχ. ουσ. όψάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὄψον = μαγειρεμένο φαγητό.
Ψάρι
ό.π.τ.
:
Έπιασαν το ψαρ'
(Έπιασαν το ψάρι)
Γούρδ.
-Dawk.
Ποίκε ποταμιού τ' αναβολή και ας πιάσουμε ψάρια
(Φτιάξε το ανάχωμα του ποταμιού και ας πιάσουμε ψάρια)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ξεράθηκαν αποπάν' δα λέπια απ' του ψάρ'
(Ξεράθηκαν από πάνω τα λέπια από το ψάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ογώ ψάρια να ποίκου
(Εγώ ψάρια θα μαγειρέψω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κακοψ̑ύχ'σεν ψάρια
(Λιγουρεύτηκε ψάρια)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ίτο του παιί πήριν ντου ψαρ', έσ̑υρέν ντου σου ντανίσ'
(Αυτό το παιδί πήρε το ψάρι και το έρριξε στη θάλασσα )
-Dawk.
Τα πισάρια να τα ποίσουμ’ νιούγου αλεύρι
(Στα ψάρια να τους βάλουμε λίγο αλεύρι, να τα αλευρώσουμε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Αν το ψάρ' με κάχεσαι
(Σαν το ψάρι μην κάθεσαι˙ Μην κάθεσαι άφωνος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τεού ψάρ'
(Του Θεού το ψάρι˙ Αστραπή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πέταξε ψάρ'
(Πέταξε ψάρι˙ Άστραψε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το μέγα ψάρ' τρώει το μικρό
(Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό˙ Ο ισχυρότερος επιβάλεται του πιο αδύναμου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το ψάρ' ασ' το κιφάλι τ' βρωμά
(Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι του˙ Το κακό ξεκινάει από την κορυφή της ιεραρχίας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φάτε μάτια ψάρια κι η καρδιά περίδρομο
(Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο˙ Για πράγματα επιθυμητά που είναι δύσκολο να επιτευχθούν)
Σινασσ.
-Ανδρ.