ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψάρι (I) (ουσ. ουδ.) ψάρι [ˈpsari] Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ. ψάρ' [psar] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ. πισάρι [pi'sari] Σίλ. Πληθ. ψάρια [ˈpsarʝa] Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. ψάριν, το οπ. από αρχ. ουσ. όψάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὄψον = μαγειρεμένο φαγητό.
Ψάρι ό.π.τ. : Έπιασαν το ψαρ' (Έπιασαν το ψάρι) Γούρδ. -Dawk. Ποίκε ποταμιού τ' αναβολή και ας πιάσουμε ψάρια (Φτιάξε το ανάχωμα του ποταμιού και ας πιάσουμε ψάρια) Γούρδ. -Καράμπ. Ξεράθηκαν αποπάν' δα λέπια απ' του ψάρ' (Ξεράθηκαν από πάνω τα λέπια από το ψάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ογώ ψάρια να ποίκου (Εγώ ψάρια θα μαγειρέψω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κακοψ̑ύχ'σεν ψάρια (Λιγουρεύτηκε ψάρια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ίτο του παιί πήριν ντου ψαρ', έσ̑υρέν ντου σου ντανίσ' (Αυτό το παιδί πήρε το ψάρι και το έρριξε στη θάλασσα ) -Dawk. Τα πισάρια να τα ποίσουμ’ νιούγου αλεύρι (Στα ψάρια να τους βάλουμε λίγο αλεύρι, να τα αλευρώσουμε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Αν το ψάρ' με κάχεσαι (Σαν το ψάρι μην κάθεσαι˙ Μην κάθεσαι άφωνος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τεού ψάρ' (Του Θεού το ψάρι˙ Αστραπή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πέταξε ψάρ' (Πέταξε ψάρι˙ Άστραψε) Ουλαγ. -Κεσ. Το μέγα ψάρ' τρώει το μικρό (Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό˙ Ο ισχυρότερος επιβάλεται του πιο αδύναμου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το ψάρ' ασ' το κιφάλι τ' βρωμά (Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι του˙ Το κακό ξεκινάει από την κορυφή της ιεραρχίας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φάτε μάτια ψάρια κι η καρδιά περίδρομο (Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο˙ Για πράγματα επιθυμητά που είναι δύσκολο να επιτευχθούν) Σινασσ. -Ανδρ.