ψαλληματάς
(ουσ. αρσ.)
ψαλλημαδάς
[psalimaˈðas]
Τσαρικ.
ψαλετάς
[psaleˈtas]
Φλογ.
Από το ουσ. ψάλλημα (θ. ψαλληματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
Μουσουλμάνος ιερωμένος, χότζας
Τσαρικ.
:
Ήρτα σ’ ένα ψαλλημαδαγιού χωριό
(Ήρθα στο χωριό ενός χότζα)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Συνών.
διαβάζω :1, χαβατζάς, χότζας, ψαλτάρης :4