ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψαλληματάς (ουσ. αρσ.) ψαλλημαδάς [psalimaˈðas] Τσαρικ. ψαλετάς [psaleˈtas] Φλογ. Από το ουσ. ψάλλημα (θ. ψαλληματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
Μουσουλμάνος ιερωμένος, χότζας Τσαρικ. : Ήρτα σ’ ένα ψαλλημαδαγιού χωριό (Ήρθα στο χωριό ενός χότζα) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Συνών. διαβάζω, χαβατζάς, χότζας, ψαλτάρης
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025