ψαλληματάς
(ουσ. αρσ.)
ψαλλημαδάς
[psalimaˈðas]
Τσαρικ.
ψαλετάς
[psaleˈtas]
Φλογ.
Από το ουσ. ψάλλημα (θ. ψαλληματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025