ψαλτάρης
(επίθ.)
ψαλτάρης
[psalˈtaris]
Φάρασ.
ψαλτάρ'ς
[psalˈtars]
Φάρασ.
ψαλιτάρ'
[psali'tar]
Αξ.
ψαλτέρ
[psalˈter]
Φάρασ.
ψαλετάς
[psaleˈtas]
Φλογ.
Θηλ.
ψαλτέρτσα
[psalˈtertsa]
Φάρασ.
Από το ουσ. ψάλτης και το παραγωγ. επίθμ. -άρης/-έρης. Ο τύπ. θηλ. ψαλτέρτσα από ψαλτέρισσα.
1. Eγγράμματος, διαβασμένος, μορφωμένος
ό.π.τ.
:
Σα παλέ τις χρόνες ήτουν 'α πολύ φαθικό ψαλτάρης νομάτ'ς
(Στα παλιά τα χρόνια ήταν ένας πολύ βαθιά μορφωμένος άνθρωπος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Του βασιλού μας η κόρη ένι μέγο ψαλτέρτσα
(Η κόρη του βασιλιά μας είναι πολύ μορφωμένη)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
διαβάζω :1
2. Ψάλτης
Φάρασ.
3. Ως ουσ., ιερέας (της εβραϊκής θρησκείας)
Φάρασ.
:
Στα στερνά τον ταρό ασ' τα δώδεκα τόγνα, του λέγκαντι μαγαρίτης Ιούδας, συνέμπη σα 'δρά τις ψαλτέροι
(Τότε ένας από τους δώδεκα (μαθητές), που τον λέγαν Ιούδα που μαγαρίζει, πήγε στους αρχιερείς)
Φάρασ.
-Lag.