χότζας
(ουσ. αρσ.)
χότζας
['xodzas]
Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Μισθ.
χότζ̑ας
['xodʒas]
Ουλαγ., Σίλ.
χόντζας
[ˈxondzas]
Σίλ.
χοτζάς
[xoˈdzas]
Φάρασ.
χοτζ̑άς
[xοˈdʒas]
Σίλ., Φάρασ.
χότζ̑α
[ˈxodʒa]
Ουλαγ.
χοτσ̑άς
[xοˈtʃas]
Φάρασ.
Πληθ.
χοτζάροι
[ˈxodzari]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. χότζας/χόγγιας, το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) hoca.
1. Χότζας, ο μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος και γεν. ο δάσκαλος
ό.π.τ.
:
Σόνα πάλι το χότζ̑α σάλ'σε χαρτί
(ξανά μετά ο χότζας έστειλε ένα χαρτί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το κορίτσ̑' άφηκέν ντο ντο κο̈́ι χοτζ̑ασι κουνdά
(Το κορίτσι το άφησε με το δάσκαλο του χωριού)
Ουλαγ.
-Dawk.
Είχαν α χοτζ̑ά, λένκαντα Μολά Χασάνη
(είχαν έναν δάσκαλο που τον έλεγαν Μολά Χασάνη)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ο Ιούδας, κάdζευκε τζαι λέγκεντι «έι χοτζά, είμαι γώ;»
(ο Ιούδας μίλησε και λέει «έι δάσκαλε, εγώ είμαι;»)
Καππ.
-Lag.
|| Παροιμ.
Το τζαμί ό,τ͑ι χαdάρ μέγα έν’, ας εν, χότζας το ζεύρ’ ψαλλίσ̑κ’
(το τζαμί όσο μεγάλο κι αν είναι, ας είναι, ο χότζας εκείνο που ξέρει ψέλνει˙ γι' αυτούς από τους οποίους δεν μπορούμε να περιμένουμε περισσότερα απ’ όσα είναι ικανοί να κάνουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
διαβάζω :1, χαβατζάς, ψαλληματάς, ψαλτάρης :4
2. Συχνά με παράλειψη του κυριώνυμου, ο Νασρεντίν Χότζα, κεντρικός ήρωας παραμυθιών, ανεκδότων ή παροιμιών που κυκλοφορούσαν στη Μέση Ανατολή
Καππ.
:
Ο Ναστρατήν Χότζας ‘ύρεψεν στο γοντσή του το μέγο το χαριένι να βράσει κοτσί να ποίτσει πλεγούρι τεΐ
(ο Ναστρατίν Χότζας ζήτησε από το γείτονα το μεγάλο καζάνι για να βράσει σιτάρι τάχα, να κάνει πλιγούρι)
Φάρασ.
-Παπαδ.