χουζουρεύω
(ρ.)
χουζουρεύω
[xuzuˈrevo]
Μισθ.
χουζουρέω
[xuzuˈreo]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. χουζουρεύω (Mackridge 2021: 152), το οπ. από το ουσ. χουζούρι με παραγωγ. επίθμ. -εύω > -έου.
Ηρεμώ, ησυχάζω
Φάρασ.