χουβαρνταλούχ
(ουσ. ουδ.)
χουβαρνταλούχ
[xuvardaˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. hovardalık = α) σπατάλη για προσωπική ευχαρίστηση β) ασωτία.
Χουβαρνταλίκι, γενναιοδωρία
Μισθ.