ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοσάφι (ουσ. ουδ.) χοσάφιν [xoˈsafin] Φάρασ. χοσάφι [xoˈsafi] Σινασσ. χοσ̑άφι [xoˈʃafi] Ανακ., Μισθ., Φάρασ. χοσάφ' [xoˈsaf] Αραβ., Ουλαγ. χοσ̑άφ' [xoˈʃaf] Ανακ., Μισθ. χουσ̑άβ [xoˈʃav] Αξ. χουσ̑άφ' [xoˈʃaf] Αξ. χοσ̑έφ [xoˈʃef] Μαλακ., Φλογ. Πληθ. χοσ̑άφε [xoˈʃafe] Φάρασ. χοσ̑άφια [xoˈʃafça] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ. χοσ̑έφια [xoˈʃefça] Μαλακ., Ποτάμ. Νεότ. ουσ. χοσάφι, το οπ. από το τουρκ. hoşaf = κομπόστα, όπου και διαλεκτ. τύπ. hoşav.
1. Βρασμένοι ξηροί καρποί (βερίκοκα, σταφίδες, αχλάδια), κομπόστα ό.π.τ. : Σ̑άνιξαμ’ χοσιάφια μι ντά σταφίϊς τσι ντά μαράσκηνα (φτιάχναμε κομπόστα με σταφίδες και δαμάσκηνα) Μισθ. -Κοτσαν. Σάνιξαμ' αριαλού φαΐ, σάνιξαμ' χοσάφια (κάναμε αριαλού φαγητό, κάναμε κομπόστες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Το γαϊρίδι χοσάφιν τζ̑ο τρώ’, πίνει το νερόν ντου (Το γαϊδούρι κομπόστα δεν τρώει, πίνει το νερό του˙ Για όσους δεν μπορούν να εκτιμήσουν κάτι καλό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Γιορτινό τραπέζι (μετά τον Σιφώτη) με βραστά ξερά καΐσια, κόλλυβα, κουκιά, ντολμάδες Ποτάμ.