χοσάφι
(ουσ. ουδ.)
χοσάφιν
[xoˈsafin]
Φάρασ.
χοσάφι
[xoˈsafi]
Σινασσ.
χοσ̑άφι
[xoˈʃafi]
Ανακ., Μισθ., Φάρασ.
χοσάφ'
[xoˈsaf]
Αραβ., Ουλαγ.
χοσ̑άφ'
[xoˈʃaf]
Ανακ., Μισθ.
χουσ̑άβ
[xoˈʃav]
Αξ.
χουσ̑άφ'
[xoˈʃaf]
Αξ.
χοσ̑έφ
[xoˈʃef]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
χοσ̑άφε
[xoˈʃafe]
Φάρασ.
χοσ̑άφια
[xoˈʃafça]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ.
χοσ̑έφια
[xoˈʃefça]
Μαλακ., Ποτάμ.
Νεότ. ουσ. χοσάφι, το οπ. από το τουρκ. hoşaf = κομπόστα, όπου και διαλεκτ. τύπ. hoşav.
1. Βρασμένοι ξηροί καρποί (βερίκοκα, σταφίδες, αχλάδια), κομπόστα
ό.π.τ.
:
Σ̑άνιξαμ’ χοσιάφια μι ντά σταφίϊς τσι ντά μαράσκηνα
(φτιάχναμε κομπόστα με σταφίδες και δαμάσκηνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάνιξαμ' αριαλού φαΐ, σάνιξαμ' χοσάφια
(κάναμε αριαλού φαγητό, κάναμε κομπόστες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Το γαϊρίδι χοσάφιν τζ̑ο τρώ’, πίνει το νερόν ντου
(Το γαϊδούρι κομπόστα δεν τρώει, πίνει το νερό του˙ Για όσους δεν μπορούν να εκτιμήσουν κάτι καλό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Γιορτινό τραπέζι (μετά τον Σιφώτη) με βραστά ξερά καΐσια, κόλλυβα, κουκιά, ντολμάδες
Ποτάμ.