χορτοχός
(ουσ. αρσ.)
χορτοχός
[xortoˈxos]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. χορταγωγός = μεταφορέας τροφής. Εναλλακτικά, πιθ. σχετίζεται με το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hortik, όπου και τύπ. hortuk (< αρμεν.) = κούφιο μέρος, λάκκος (Tietze 2016, λ. hortik/hortuk).
1. Υπόγειος χώρος για την αποθήκευση ξερού χόρτου
2. Στενός τόπος