χοσλαντίζω
(ρ.)
χοσ̑λαdι̂́ζω
[xoʃlaˈdɯzo]
Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ.
χοσ̑λανdίζου
[xoʃlanˈdizu]
Μισθ., Φάρασ.
χοσλανdού
[xoslanˈdu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
χοσ̑λάνdανα
[xoˈʃlandana]
Φλογ.
Αόρ.
χοσλάντ’σα
[xoˈslantsa]
Μισθ., Φλογ.
Από τον αόρ. hoşlandı του τουρκ. ρ. hoşlanmak = απολαμβάνω, χαίρομαι.
Χαίρομαι, νιώθω χαρά
ό.π.τ.
:
Τα νυφάδε τ’ ασ' τα παλιάν dα τραγώδια δε χοσ̑λάνdαναν
(Οι νύφες του με τα παλιά τα τραγούδια δεν ευχαριστιόντουσαν)
Φλογ.
-Dawk.
Ισύ ντιαρά πολύ με χοσλανdίεις
(Εσύ τώρα πολύ μην χαίρεσαι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
καρδίζομαι, χαιράζομαι, χαιρινίσκω, χαρεύω :1, χαίρομαι