ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοσλαντίζω (ρ.) χοσ̑λαdι̂́ζω [xoʃlaˈdɯzo] Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ. χοσ̑λανdίζου [xoʃlanˈdizu] Μισθ., Φάρασ. χοσλανdού [xoslanˈdu] Ουλαγ. Παρατατ. χοσ̑λάνdανα [xoˈʃlandana] Φλογ. Αόρ. χοσλάντ’σα [xoˈslantsa] Μισθ., Φλογ. Από τον αόρ. hoşlandı του τουρκ. ρ. hoşlanmak = απολαμβάνω, χαίρομαι.
Χαίρομαι, νιώθω χαρά ό.π.τ. : Τα νυφάδε τ’ ασ' τα παλιάν dα τραγώδια δε χοσ̑λάνdαναν (Οι νύφες του με τα παλιά τα τραγούδια δεν ευχαριστιόντουσαν) Φλογ. -Dawk. Ισύ ντιαρά πολύ με χοσλανdίεις (Εσύ τώρα πολύ μην χαίρεσαι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. καρδίζομαι, χαιράζομαι, χαιρινίσκω, χαρεύω :1, χαίρομαι