Χορτόης
(ουσ. αρσ.)
Χορτόης
[xorˈtois]
Κίσκ., Σατ., Φάρασ.
Πιθ. από το μεσν. ουσ. χορτολόγιν = συγκέντρωση ζωοτροφών και το παραγωγ. επίθμ. -ης και αποβολή των μεσοφωνηεντικών [l] και [ɣ]. Πβ. και ποντ. Χορτοθέρης = Ιούλιος.
Ο μήνας Ιούνιος
ό.π.τ.
:
Το Χορτόη χορτανίσκουν του νοματού τα ’φτάλμε
(τον Ιούνιο χορταίνουν τα μάτια του ανθρώπου ενν. από τη θέα της πλούσιας βλάστησης)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Σαμού έρτσιτι ο Χορτόης, του νοματού τα 'φτάλμα 'εμούται
(Όταν έρχεται ο Ιούνιος, τα μάτια του ανθρώπου γεμίζουν, ενν. από το θέαμα της βλάστησης)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Βοσκίσανdε τα ριφόκκα, του γαρνού τα ριφόκκα μο τα ίδε 'ς ως το Χορτόη τα δεκαπένdε
(βοσκούσαν τα ερίφια, τα αγριοκάτσικα με αυτά ως τον Ιούνιο τις δεκαπέντε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σο Χορτόη τα 15 χαρκές πααίνκε, σωρεύκε τα λιτζεχέρε του
(Στις 15 Ιουνίου ο καθένας πήγαινε, μάζευε τους ράμνους του)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.