χορταροφαΐ
(ουσ. ουδ.)
χορταρουφαΐ
[xortarufaˈi]
Φάρασ.
Από τα ουσ. χορτάρι και φαΐ (θ. χορταρ- , συνδ. φων. -ο-> -ου- και φαΐ).
Φαγητό που φτιάχνεται από χορταρικά
Φάρασ.