χορταίνω
(ρ.)
χορταίνω
[xorˈteno]
Ανακ., Φλογ.
χορτάνω
[xorˈtano]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ.
χορτάνου
[xorˈtanu]
Σίλ.
χορτανίσκω
[xortaˈnisko]
Σινασσ., Φάρασ.
χορτανίξου
[xortaˈniksu]
Μισθ.
χορταινίσκω
[xorteˈnisko]
Φάρασ.
χορτανέσκω
[xortaˈnesko]
Φάρασ.
Παρατατ.
χορτάνιξα
[xorˈtaniksa]
Μισθ.
Αόρ.
εχόρτασα
[eˈxortasa]
Αξ.
χόρτασα
[ˈxortasa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φλογ.
Υποτ.
χορτάσου
[xorˈtasu]
Μισθ.
κορτάσω
[korˈtaso]
Φάρασ.
Προστ.
χόρτα
[ˈxorta]
Φλογ.
Παθ. Παρατατ.
χορτανισκούμουν
[xortaniˈskumun]
Φάρασ.
Μτχ.
χορτασμένο
[xortaˈzmeno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ.
χορτασμένους
[xortaˈzmenus]
Σίλ.
χορτασμένου
[xortaˈzmenu]
Μαλακ., Φάρασ.
Μεσν. ρ. χορταίνω. Η μτχ. χορτασμένος ήδη μεσν. από την μεταγν. μτχ. κεχορτασμένος του αρχ. ρ. χορτάζω. Οι τύπ. χορταινίσκω και χορτανίσκω από τo μη συνοπτ. θ. χορταιν- ή το συνοπτ. θ. χορταν- και το επίθμ. -ίσκω. Ο τύπ. χορτανίξου με μετάθ. των [k] και [s].
1. Μτβ. χορταίνω την πείνα κάποιου
:
Σ’ κορτάσει ο υιός σου d’ ασκέρι μου, να δώσω την γκόρη μου
(ας χορτάσει ο γιος σου το ασκέρι μου και θα σου δώσω την κόρη μου)
Φάρασ., Ποτάμ., Ανακ.
-Dawk.
Ξέβανε ειδών ειδών φαγητά, και χορτάσαν του βασιλέα τ’ ασκέρ’
(έβγαλε ειδών ειδών φαγητά και χόρτασαν του βασιλιά τον στρατό)
Ποτάμ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Ετά τα Δωδεκάμερ'να να ήταν δώδεκα χρόνους, να χόρταιναμ’ τον γκόσμο, να χόρταιναμ’ τα μέρη μας αυτά
(τα δωδεκαήμερα να ήταν δώδεκα χρόνια, να χορταίναμε τον κόσμο, να χορταίναμε τα μέρη μας)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
β.
Αμτβ., χορταίνω, ικανοποιώ την πείνα μου
:
Εκείνο έdεκέν ντο ένα ψωμί, και έφαγε και χόρτασε
(εκείνος του έδωσε ένα ψωμί και έφαγε και χόρτασε
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Να φα’ να χορτάσ’
(να φάει, να χορτάσει
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
κωστ ’νοίγιν το τραπέζι, έφαεν του βασιλό τ’ ασκέρι, χόρτασανε
(ανοίγει το τραπέζι, έφαγε του βασιλιά ο στρατός, χορτάσανε
)
Φάρασ.
-Dawk.
Το φσ̑αχ χόρτασεν άλλο
(το παιδί χόρτασε πια
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όσο τσι να φάει ντε χορτανίξ’
(Όσο και να φάει δεν χορταίνει
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτό ερόδουν, τρώιξι, χορτάνιξι
(αυτός ερχόταν, έτρωγε, χόρταινε
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έλα φά, χόρτα, κι αν φύεις πάλε, φύε
(Έλα φάε, χόρτασε, κι αν πάλι θες να φύγεις, φύγε
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Να μη χορτάσεις
(να μη χορτάσεις
˙
ως κατάρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Ο μάστρος σως το μισημέρι ένι νηστικό, ’ς το μισημέρι ’στέρου χορτανέσκει
(ο μάστορας ως το μεσημέρι είναι νηστικός, από το μεσημέρι κι ύστερα χορταίνει
˙
όποιος ξέρει μιά τέχνη για πολύ μικρή χρονική περίοδο μένει άνεργος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το χορτασμένο άρωπος τσ̑ι ξεύρει αζ νηστσ̑ικού το χάλ’
(ο χορτασμένος άνθρωπος τι ξέρει από του νηστικού το χάλι
˙
είναι δύσκολο να καταλάβουμε τις δυσκολίες που περνά κάποιος όταν εμείς δεν είμαστε στην ίδια κατάσταση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Ικανοποιώ σε απόλυτο βαθμό για υλική ή ψυχική ανάγκη
Αξ., Σίλ., Φάρασ.
:
Εμείς απ’ εσάς χορτασμένα ’μεστε
(εμείς από σας είμαστε ικανοποιημένοι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τα μάτσ̑α μας χορτασμένα
(τα μάτια μας είναι χορτάτα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Το Χορτόη χορτανίσκουν του νοματού τα ’φτάλμε
(τον Ιούνιο χορταίνουν τα μάτια του ανθρώπου˙ ο άνθρωπος τον Ιούνιο ευχαριστιέται από τη θέα της πλούσιας βλάστησης)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.