ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορλατίζω (ρ.) χορλατίζω [xortlaˈtizo] Μαλακ., Σατ., Σινασσ., Φάρασ. χορλατίζου [xortlaˈtizu] Φάρασ. χορλαΐζου [xortlaˈizu] Μισθ. χορλάτ’σα [xorˈlatsa] Μαλακ. Από τον αόρ. horladı του τουρκ. ρ. horlamak = ροχαλίζω. Για τον τύπ. χορλαΐζου πβ. και τουρκ. horlayış =ρόγχος.
Ροχαλίζω ό.π.τ. : Με το σ̑οιρίδι πην τζαι ύπνωσεν χως την ευίdζα, χορλατίζει σ̑ερμπέσ̑α (μα ο γουρούνος πήγε και κοιμήθηκε ως την αυγή, ροχαλίζει αμέριμνα) Σατ. -Παπαδ.