χόπαλα
(επιφ.)
χόπαλα
[ˈxopala]
Μαλακ., Φάρασ.
όπαλα
[ˈopala]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επιφών. hoppala.
Όπαλα, προτρεπτικό-ενθαρρυντικό επιφώνημα προς κάποιον που πηδά
ό.π.τ.