ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορλάτημα (ουσ. ουδ.) χορλάτ’μα [xorˈlatma] Φάρασ. χορλάιμα [xorˈlaima] Μισθ. Από το θ. χορλατη- του ρ. χορλατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και τουρκ. horlama = ροχαλητό.
Ροχαλητό ό.π.τ. : Ατό τι χορλάημα 'ντουν; (Τι ροχαλητό ήταν αυτό;) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 10/04/2025