χορλάτημα
(ουσ. ουδ.)
χορλάτ’μα
[xorˈlatma]
Φάρασ.
χορλάιμα
[xorˈlaima]
Μισθ.
Από το θ. χορλατη- του ρ. χορλατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και τουρκ. horlama = ροχαλητό.
Ροχαλητό
ό.π.τ.
:
Ατό τι χορλάημα 'ντουν;
(Τι ροχαλητό ήταν αυτό;)
Μισθ.
-Κοτσαν.