ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορουντώ (ρ.) χορουdώ [xoruˈdo] Σίλ. Από τον αόρ. horuldadı του τουρκ. ρ. horuldamak = ροχαλίζω με ανομοιωτική απλολογία του τεμαχίου -da- και αποβολή του [l]. Λανθασμένη η άποψη του Κωστάκη (1968: 107) ότι το ρ. προέρχεται από το τουρκ. horlamak = ροχαλίζω.
Ροχαλίζω Σίλ. : Ως κοιμάτι, χορουντάισι (εκεί που κοιμόταν, ροχάλιζε) Σίλ. -Κωστ.Σ.