ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορτάρι (ουσ. ουδ.) χορτάρι [xorˈtari] Αξ., Σίλ., Φάρασ. χορτάρ' [xorˈtar] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ. Γεν. χορταριού [xortaˈrʝu] Μισθ. Πληθ. χορτάρε [xorˈtare] Φάρασ., Φκόσ. χορτάρια [xorˈtarʝa] Αξ., Αραβ., Φερτάκ. χορτάρα̈ [xorˈtaræ] Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. χορτάριον. Κατά τον Καρολίδη (1885: 47) η σημ. «μπαρούτι» προέκυψε από την σύγχυση των τουρκ ot = χορτάρι και od = φωτιά, αλλά κατά τον Ανδριώτη (1948: 62) με επίδρ. του μεσαιων. βοτάνη = μπαρούτι.
1. Χορτάρι ό.π.τ. : Ήρτα να σερέψω λίγα χορτάρια (ήρθα να μαζέψω λίγα χορτάρια) Αξ. -Dawk. Φερνίνκε φουκάλε τσ̑αι χορτάρε, δίκεν ντα (έφερνε σκούπες και χορτάρια, τα πουλούσε) Φάρασ. -Dawk. Χορταριού ντου μάισμα (του χορταριού το ξερίζωμα) Μισθ. -Κοτσαν. Σ’ φιλάν το ιβουνί απάνω φυτρών’ ’να χορτάρ’ (στο τάδε βουνό επάνω φυτρώνει ένα χορτάρι· ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σαbαχτάν ούλα ντα χορτάρια τσείντι χλωρά (πρωί πρωί όλα τα χόρτα είναι υγρά) Μισθ. -Κοτσαν. Φέρισκαμ’ χορτάρια, είχαμ’ αγελάδια (φέρναμε χορτάρια, είχαμε αγελάδια) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πήαμ’ να σωρόψουμ’ χορτάρια να α ντώκουμ’ ντα χτηνά να δα φαν (πήγαμε να μαζέψουμε χορτάρια να τα δώσουμε στα ζώα να τα φάνε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Χορταριού ράμμα (το σχοινί του χορταριού˙ (το σχοινί για τη μεταφορά χόρτου) Ανακ. -Κωστ.Α. Καντζήλας χορτάρι (το χορτάρι του καντηλιού˙ το λουμίνι) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Το μέγα το καμήλ’ τρώγ’ χορτάρ’ και το μιρκό το σ̑αχίν τρώγ’ κιριάς (η μεγάλη καμήλα τρώει χορτάρι και το μικρό γεράκι τρώει κρέας˙ για τους έξυπνους και ικανούς ανθρώπους που επιτυγχάνουν τους στόχους τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ινσάνος το ντε χαζλανdίζ’ το χορτάρι, στο κεφάλι τ’ απάνω φυτρών’ (Το χόρτο που δεν αρέσει του ανθρώπου, στο κεφάλι του απάνω φυτρώνε˙ Όταν κάποιος έχει να αντιμετωπίσει κάτι δυσάρεστο, παρά τις συστηματικές προσπάθειές του να το αποφύγει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Ειδικότ., ο σανός Μισθ. Συνών. γιλάφι :2
3. Μπαρούτι Φάρασ. : Του ‘εμώνκαμι του τοφανκού το χορτάρι (Αυτό με το οποίο γεμίζαμε το τουφέκι με μπαρούτι, δηλ. το χαρμπί) -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Μασ̑αίρε τζαι τουφάνκε πάλ' έσ̑ετε, χορτάρε πάλι φτένετε, μολύβε πάλι κουπώνετε (Και μαχαίρια και τουφέκια έχετε, και μπαρούτι φτιάχνετε, και μολύβι για σφαίρες χύνετε) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Μο το χορτάρι ση νιστία κονdά μη πααίν’ (με το μπαρούτι στη φωτιά κοντά μη πηγαίνεις˙ δεν πρέπει να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο δύο εχθροί ή τα αγόρια με τα κορίτσια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. παρούτι