χορτλαντίζω
(ρ.)
χορτλατίζω
[xortlaˈtizo]
Μαλακ., Τροχ.
χορτλατίζου
[xortlaˈtizu]
Φάρασ.
χορτλαΐζου
[xortlaˈizu]
Μισθ.
Αόρ.
χορλάτ’σα
[xorˈlatsa]
Μισθ., Τροχ.
Από τον αόρ. hortladı του τουρκ. ρ. hortlamak = βρικολακιάζω.
Βρικολακιάζω, στοιχειώνω
ό.π.τ.
:
Πέανεν, χορτλάτ'σεν, δεν έλιωνε
(Πέθανε, βρικολάκιασε, το πτώμα της δεν έλιωνε)
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Να χορτλαΐσ’
(να βρικολακιάσει˙ αρά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
βορκολακιάζω