ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορτλαντίζω (ρ.) χορτλατίζω [xortlaˈtizo] Μαλακ., Τροχ. χορτλατίζου [xortlaˈtizu] Φάρασ. χορτλαΐζου [xortlaˈizu] Μισθ. Αόρ. χορλάτ’σα [xorˈlatsa] Μισθ., Τροχ. Από τον αόρ. hortladı του τουρκ. ρ. hortlamak = βρικολακιάζω.
Βρικολακιάζω, στοιχειώνω ό.π.τ. : Πέανεν, χορτλάτ'σεν, δεν έλιωνε (Πέθανε, βρικολάκιασε, το πτώμα της δεν έλιωνε) -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Να χορτλαΐσ’ (να βρικολακιάσει˙ αρά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. βορκολακιάζω