χορταριώνας
(ουσ. αρσ.)
χορταριώνας
[xortaˈrʝonas]
Μισθ., Ποτάμ.
χορταρώνα
[xortaˈrona]
Φάρασ.
Από το ουσ. χορτάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ως ουσ., αποθηκευτικός χώρος για χόρτα τα οποία χρησιμοποιούσαν ως ζωοτροφή
Μισθ., Ποτάμ.
2. Ως επίθ., χορταρένιος
Φάρασ.
:
Του πουλίουν οι φωλές είνdαι χορταρώνα
(Οι φωλιές των πουλιών είναι χορταρένιες)
Φάρασ.
-Αναστασ.