ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορταριώνας (ουσ. αρσ.) χορταριώνας [xortaˈrʝonas] Μισθ., Ποτάμ. χορταρώνα [xortaˈrona] Φάρασ. Από το ουσ. χορτάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ως ουσ., αποθηκευτικός χώρος για χόρτα τα οποία χρησιμοποιούσαν ως ζωοτροφή Μισθ., Ποτάμ.
2. Ως επίθ., χορταρένιος Φάρασ. : Του πουλίουν οι φωλές είνdαι χορταρώνα (Οι φωλιές των πουλιών είναι χορταρένιες) Φάρασ. -Αναστασ.