χόρτασμα
(ουσ. ουδ.)
χόρτασμα
[ˈxortazma]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ.
Μεταγν. ουσ. χόρτασμα =τροφή.
Χόρταση
ό.π.τ.