χος
(επιφ.)
χος̑
[xoʃ]
Ανακ.
Από την προστακτική koş = τρέξε του τουρκ. ρ. koşmak = τρέχω
Με επανάληψη, παράγγελμα σε αιγοπρόβατα για να προχωρήσουν
Ανακ.
Πβ.
κοσάνι