χοσμερί
(ουσ. ουδ.)
χοσμερί
[xozmeˈri]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. höşmerim και höşmeri = είδος γλυκού από ρυζάλευρο και ανάλατο φρέσκο τυρί (THADS, λ. höşmeri, höşmerim).
Είδος γλυκού από ζύμη την οποία έφτιαχναν από αλεύρι και αβγά μέσα σε λιωμένο λίπος και την οποία πασπάλιζαν με ζάχαρη ή περιέχυναν με πετιμέζι
Ανακ.
Συνών.
αχσεντέ