ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουιλαντίζω (ρ.) χουιλανdίζω [xuilanˈdizo] Φάρασ. χουιλανdίζου [xuilanˈdizu] Φάρασ. χουιλανdώου [xuilanˈdou] Φάρασ. χουιλάνσα [xuiˈlansa] Φάρασ. χουλάν’σιν [xuˈlansin] Μαλακ. Από το τουρκ. huylandı του τουρκ. ρ. huylanmak = α) αναστατώνομαι β) εκνευρίζομαι, θυμώνω με κάτι γ) για ζώο, τρομάζω και μουλαρώνω, όπου και τουρκ. τύπ. hulanmak.
1. Θυμώνω ό.π.τ. : ’ναίκα τ’ χουλάν’σιν, αμά πάλ’ δεν είπιν ένα σ̑ε’ (η γυναίκα του θύμωσε αλλά πάλι δεν είπε κάτι) Μαλακ. -Dawk.
2. Τρομάζω, ταράζομαι Φάρασ. Συνών. λαχταρίζω :2, ξεσπάνομαι, σκιάζομαι :1, σπάνω :2, σπαράζω