χουιλαντίζω
(ρ.)
χουιλανdίζω
[xuilanˈdizo]
Φάρασ.
χουιλανdίζου
[xuilanˈdizu]
Φάρασ.
χουιλανdώου
[xuilanˈdou]
Φάρασ.
χουιλάνσα
[xuiˈlansa]
Φάρασ.
χουλάν’σιν
[xuˈlansin]
Μαλακ.
Από το τουρκ. huylandı του τουρκ. ρ. huylanmak = α) αναστατώνομαι β) εκνευρίζομαι, θυμώνω με κάτι γ) για ζώο, τρομάζω και μουλαρώνω, όπου και τουρκ. τύπ. hulanmak.
1. Θυμώνω
ό.π.τ.
:
’ναίκα τ’ χουλάν’σιν, αμά πάλ’ δεν είπιν ένα σ̑ε’
(η γυναίκα του θύμωσε αλλά πάλι δεν είπε κάτι)
Μαλακ.
-Dawk.