σκιάζομαι
(ρ.)
σκιάζομαι
[ˈscazome]
Σινασσ.
σ̑κιάζουμαι
[ˈʃcazume]
Αξ.
σ̑κιάζουμι
[ˈʃcazumi]
Μαλακ.
γ' Πληθ.
σκούνdαι
['skunde]
Φάρασ.
Αόρ.
σ̑κιάστα
[ˈʃcasta]
Μαλακ.
σ̑κιάσ̑τα
[ˈʃcaʃta]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. σκιάζομαι (στις σημ. 1 και 2) < αρχ. σκιάζω = ρίχνω σκιά ή σκοτάδι πάνω σε κάτι.
1. Φοβάμαι, τρομάζω, δειλιάζω
ό.π.τ.
:
Τσ̑αι σκούνdαι
(και φοβούνται)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
λαχταρίζω :2, ξεσπάνομαι, σπάνω :2, σπαράζω, υρκελεντώ :1, φοβούμαι
2. Συστέλλομαι, ντρέπομαι
Μαλακ., Σινασσ.
3. Αντιλαμβάνομαι την παρουσία κάποιου
Αξ.
:
Σ̑κιάσ̑τα το
(Τον αντιλήφθηκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
μαθαίνω