ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκιάζομαι (ρ.) σκιάζομαι [ˈscazome] Σινασσ. σ̑κιάζουμαι [ˈʃcazume] Αξ. σ̑κιάζουμι [ˈʃcazumi] Μαλακ. γ' Πληθ. σκούνdαι ['skunde] Φάρασ. Αόρ. σ̑κιάστα [ˈʃcasta] Μαλακ. σ̑κιάσ̑τα [ˈʃcaʃta] Αξ. Από το μεσν. ρ. σκιάζομαι (στις σημ. 1 και 2) < αρχ. σκιάζω = ρίχνω σκιά ή σκοτάδι πάνω σε κάτι.
1. Φοβάμαι, τρομάζω, δειλιάζω ό.π.τ. : Τσ̑αι σκούνdαι (και φοβούνται) Φάρασ. -Dawk. Συνών. λαχταρίζω :2, ξεσπάνομαι, σπάνω :2, σπαράζω, υρκελεντώ :1, φοβούμαι
2. Συστέλλομαι, ντρέπομαι Μαλακ., Σινασσ.
3. Αντιλαμβάνομαι την παρουσία κάποιου Αξ. : Σ̑κιάσ̑τα το (Τον αντιλήφθηκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πβ. μαθαίνω