ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκόρδο (ουσ. ουδ.) σκόρδο ['skorðo] Γούρδ. σκόρντο ['skordo] Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. σκόρντου ['skordu] Μισθ. σκόρτο [ʹskorto] Φλογ. σκόρτου ['skortu] Μαλακ., Σεμέντρ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. σκόρδους ['skorðus] Μισθ. σκόρντους ['skordus] Σίλ. σκόρτους ['skortus] Σίλ. Από το μεταγν. ουσ. σκόρδον, το οπ. από το αρχ. σκόροδον με ανομοιωτική αποβολή του μεσαίου [o]. Οι τύπ. σκόρdο, σκόρντου και σκόρντους με τροπή [ð] > [d].
Σκόρδο ό.π.τ. : Ένα ντόνdζι σκόρντους (μία σκελίδα σκόρδο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σκόρτ' το κεφάλι (Το κεφάλι του σκόρδου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Φέτους έβγαλα π͑ασ̑ά σκόρντους (φέτος έβγαλα χοντρά σκόρδα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σκόρντου να νάσ̑ης, καλό είσου (να μη βασκαθείς, καλά είσαι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Νύφη, κάνdι το σκόρτου, τζ̑ο θέτσεις γιόχτσαμ; (Νύφη, πού είναι το σκόρδο, δεν έβαλες καθόλου;) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Σκορτού κόπανος (Γουδοχέρι για σκόρδα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. Η μα σου ένι σκόρντο, ο τατάς σου ένι κρομμύδι (η μάνα σου είναι σκόρδο, ο πατέρας σου είναι κρεμμύδι˙ όταν ένας ήταν φτωχός από μάνα κι από πατέρα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'γώ πααίνω, τα σκόρντα σας ν' αναρευτούν, να πιέσουν τσ̑ουφάλε (εγώ φεύγω, να αραιώσουν τα σκόρδα σας, να πιάσουν κεφάλια˙ το έλεγαν πικρόχολα εκείνοι που έφευγαν διωγμένοι από μία οικογένεια ή από ένα χωριό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σκόρντο ντεν έφαγα και να βρωμήσ̑' το στόμα μ' (σκόρδο δεν έφαγα για να βρωμήσει το στόμα μου˙ όταν ενοχοποιούμαστε άδικα) -Φωστ.-Κεσ. Το σκόρντo έν-νε νύφ' και το βρώμος-ι-τ' σεράνdα μέρες ντε ξέβη (το σκόρδο έγινε νύφη και η βρώμα του σαράντα μέρες δε βγήκε˙ όταν η πεθερά αρχίζει να μαλώνει με τη νύφη αμέσως μετά τον γάμο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το σκόρντο έχ̑' πολλά ζόνdζ̑α, το κρομμύ έχ̑ ένα μαναχό κιφάλ' (το σκόρδο έχει πολλά δόντια (σκελίδες), το κρεμμύδι έχει ένα μόνο κεφάλι˙ όταν μαλώνουν δύο άτομα και ο ένας έχει συγγενείς να τον υποστηρίξουν, ενώ ο άλλος δεν έχει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ό,τιζ έφαεν ντο σκόρντο, μυρίζει (όποιος έφαγε το σκόρδο, μυρίζει˙ όποιος έχει άδικο, θα φανεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του τζ̑ο τρώ’ σκόρdο ο νομάτ', τζ̑ο μυρά (εκείνος που δεν τρώει σκόρδο, δε μυρίζει˙ αυτός που δεν έχει κάνει κάποιο κακό, δε φοβάται για κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.