σκόρδο
(ουσ. ουδ.)
σκόρδο
['skorðo]
Γούρδ.
σκόρντο
['skordo]
Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
σκόρντου
['skordu]
Μισθ.
σκόρτο
[ʹskorto]
Φλογ.
σκόρτου
['skortu]
Μαλακ., Σεμέντρ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
σκόρδους
['skorðus]
Μισθ.
σκόρντους
['skordus]
Σίλ.
σκόρτους
['skortus]
Σίλ.
Από το μεταγν. ουσ. σκόρδον, το οπ. από το αρχ. σκόροδον με ανομοιωτική αποβολή του μεσαίου [o]. Οι τύπ. σκόρdο, σκόρντου και σκόρντους με τροπή [ð] > [d].
Σκόρδο
ό.π.τ.
:
Ένα ντόνdζι σκόρντους
(μία σκελίδα σκόρδο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σκόρτ' το κεφάλι
(Το κεφάλι του σκόρδου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Φέτους έβγαλα π͑ασ̑ά σκόρντους
(φέτος έβγαλα χοντρά σκόρδα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σκόρντου να νάσ̑ης, καλό είσου
(να μη βασκαθείς, καλά είσαι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Νύφη, κάνdι το σκόρτου, τζ̑ο θέτσεις γιόχτσαμ;
(Νύφη, πού είναι το σκόρδο, δεν έβαλες καθόλου;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Σκορτού κόπανος
(Γουδοχέρι για σκόρδα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Η μα σου ένι σκόρντο, ο τατάς σου ένι κρομμύδι
(η μάνα σου είναι σκόρδο, ο πατέρας σου είναι κρεμμύδι˙ όταν ένας ήταν φτωχός από μάνα κι από πατέρα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
'γώ πααίνω, τα σκόρντα σας ν' αναρευτούν, να πιέσουν τσ̑ουφάλε
(εγώ φεύγω, να αραιώσουν τα σκόρδα σας, να πιάσουν κεφάλια˙ το έλεγαν πικρόχολα εκείνοι που έφευγαν διωγμένοι από μία οικογένεια ή από ένα χωριό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σκόρντο ντεν έφαγα και να βρωμήσ̑' το στόμα μ'
(σκόρδο δεν έφαγα για να βρωμήσει το στόμα μου˙ όταν ενοχοποιούμαστε άδικα)
-Φωστ.-Κεσ.
Το σκόρντo έν-νε νύφ' και το βρώμος-ι-τ' σεράνdα μέρες ντε ξέβη
(το σκόρδο έγινε νύφη και η βρώμα του σαράντα μέρες δε βγήκε˙ όταν η πεθερά αρχίζει να μαλώνει με τη νύφη αμέσως μετά τον γάμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το σκόρντο έχ̑' πολλά ζόνdζ̑α, το κρομμύ έχ̑ ένα μαναχό κιφάλ'
(το σκόρδο έχει πολλά δόντια (σκελίδες), το κρεμμύδι έχει ένα μόνο κεφάλι˙ όταν μαλώνουν δύο άτομα και ο ένας έχει συγγενείς να τον υποστηρίξουν, ενώ ο άλλος δεν έχει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ό,τιζ έφαεν ντο σκόρντο, μυρίζει
(όποιος έφαγε το σκόρδο, μυρίζει˙ όποιος έχει άδικο, θα φανεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του τζ̑ο τρώ’ σκόρdο ο νομάτ', τζ̑ο μυρά
(εκείνος που δεν τρώει σκόρδο, δε μυρίζει˙ αυτός που δεν έχει κάνει κάποιο κακό, δε φοβάται για κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.