σκεφιώνα
(ουσ. ουδ.)
σ̑κεφιώνα
[ʃcefˈçona]
Φλογ.
Από το ουσ. σκεύος, όπου και τύπ. σκέφος, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μέρος όπου φυλάσσονται τα μαγειρικά σκεύη