ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκεπάζω (ρ.) σκεπάζω [sceˈpazo] Γούρδ. σκεπάζου [sceˈpazu] Μισθ., Σίλ. σκεπάνω [sceˈpano] Καππ. σ̑κεπάνου [ʃceˈpanu] Μαλακ. σ̑επάνου [ʃeˈpanu] Φάρασ. σ̑εbάνου [ʃeˈbanu] Κίσκ. Εν. γ' σκεπάγνει [sceˈpaɣni] Καππ. Αόρ. σκέπασα [ˈscepasa] Γούρδ., Σίλ. Εν. Υποτ. γ' στσ̑επάσει [ʃtseˈpasi] Αφσάρ. σ̑επάσει [ʃeˈpasi] Τσουχούρ. Εν. Προστ. σκέπασ' [ˈscepas] Μισθ., Τσαρικ. στζ̑έπα [ˈsdʒepa] Φκόσ. σ̑έπα [ˈʃepa] Φάρασ. Παθ. σκεπάζουμαι [sceˈpazume] Γούρδ. σκεπιέμαι [sceˈpçeme] Ανακ. σκεπάστα [sceˈpasta] Γούρδ. σ̑τσεπάθην [ʃtseˈpaθin] Φάρασ. Μτχ. σκεπασμένου [scepaˈzmenu] Μισθ. σ̑επαμένου [ʃeˈpamenu] Φάρασ. Θηλ. σκεπασμένη [scepaˈzmenu] Σινασσ. σ̑επασμένη [ʃeˈpazmeni] Τσουχούρ. Αρχ. ρ. σκεπάζω.
1. Σκεπάζω, καλύπτω κάτι τοποθετώντας πάνω του κάτι άλλο, για να μη φαίνεται ή για να το προστατεύσω ό.π.τ. : Τζ̑ο μπόρκινι να στσ̑επάσει το τρυπί (δεν μπόρεσε να καλύψει την τρύπα) Αφσάρ. -Dawk. Σκέπασ' ντά πτιάρια σ’ μι ντου γιοργάν’ (κάλυψε τα πόδια σου με το πάπλωμα) Μισθ. -Κοτσαν. Σκέπαζαν δα καργιά τ’νι μι α ντιζλίτσις (σκέπαζαν την κοιλιά τους με ποδιές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πότε τρώγω, σκεπιέμαι με το γιασμά (όταν τρώω σκεπάζομαι με το μαντήλι) Ανακ. -Cost. Σκεπασμένου μι δου πάπλωμα (σκεπασμένος με το πάπλωμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εκεί τότε 'σέμην η Πεντάμορφη σκεπασμένη ασ' την κορυφή ως τα κότζια (Εκεί τότε μπήκε η Πεντάμορφη καλυμμένη απ' την κορυφή μέχρι τις φτέρνες) Σινασσ. -Αρχέλ. Τζ̑ο θωρήνκιν ντα ο γαμbρός τη νύφη του, ήταν σ̑επασμένη (Δεν έβλεπε ο γαμπρός τη νύφη, ήταν σκεπασμένη) Τσουχούρ. -VLACH Να μπει ση στρώση ντά σ̑επάσει μο το γιοργάνι (Θα μπει στο στρώμα, θα τον σκεπάσει με το πάπλωμα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Ασμ. Γυρίζω τα γιοργάνι και σκεπάνω σε (γυρίζω το πάπλωμα και σε σκεπάζω) Καππ. -Lag. Το παιδί ταβρά μανχαίρ’ και σφάγν’ τη νύμφη, και πάπλωμα σκεπάγνει κλειδώνει και μανδαλώνει (το παιδί τραβά μαχαίρι και σφάζει τη νύφη, και με πάπλωμα τη σκεπάζει, κλειδώνει, μανταλώνει) Καππ. -Αινατζ.
2. Μτβ., κλείνω Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ. : Στζ̑έπα το θύρι (Κλείσε την πόρτα) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Σκέπασ' και το κάπιν' (Κλείσε και το παράθυρο) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Συνών. αρμώνω, κουπώνω, τσουλιάζω
β. Αμτβ. μεσοπαθ., κλείνω Φερτάκ. : «Ορτούλ ζεμπίλι.». Στσ̑επάθην το γκάτσ̑ι («Κλείσε, υάκινθε», κι έκλεισε ο βράχος ) Φερτάκ. -Dawk.