σκεπάζω
(ρ.)
σκεπάζω
[sceˈpazo]
Γούρδ.
σκεπάζου
[sceˈpazu]
Μισθ., Σίλ.
σκεπάνω
[sceˈpano]
Καππ.
σ̑κεπάνου
[ʃceˈpanu]
Μαλακ.
σ̑επάνου
[ʃeˈpanu]
Φάρασ.
σ̑εbάνου
[ʃeˈbanu]
Κίσκ.
Εν. γ'
σκεπάγνει
[sceˈpaɣni]
Καππ.
Αόρ.
σκέπασα
[ˈscepasa]
Γούρδ., Σίλ.
Εν. Υποτ. γ'
στσ̑επάσει
[ʃtseˈpasi]
Αφσάρ.
σ̑επάσει
[ʃeˈpasi]
Τσουχούρ.
Εν. Προστ.
σκέπασ'
[ˈscepas]
Μισθ., Τσαρικ.
στζ̑έπα
[ˈsdʒepa]
Φκόσ.
σ̑έπα
[ˈʃepa]
Φάρασ.
Παθ.
σκεπάζουμαι
[sceˈpazume]
Γούρδ.
σκεπιέμαι
[sceˈpçeme]
Ανακ.
σκεπάστα
[sceˈpasta]
Γούρδ.
σ̑τσεπάθην
[ʃtseˈpaθin]
Φάρασ.
Μτχ.
σκεπασμένου
[scepaˈzmenu]
Μισθ.
σ̑επαμένου
[ʃeˈpamenu]
Φάρασ.
Θηλ.
σκεπασμένη
[scepaˈzmenu]
Σινασσ.
σ̑επασμένη
[ʃeˈpazmeni]
Τσουχούρ.
Αρχ. ρ. σκεπάζω.
1. Σκεπάζω, καλύπτω κάτι τοποθετώντας πάνω του κάτι άλλο, για να μη φαίνεται ή για να το προστατεύσω
ό.π.τ.
:
Τζ̑ο μπόρκινι να στσ̑επάσει το τρυπί
(δεν μπόρεσε να καλύψει την τρύπα)
Αφσάρ.
-Dawk.
Σκέπασ' ντά πτιάρια σ’ μι ντου γιοργάν’
(κάλυψε τα πόδια σου με το πάπλωμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σκέπαζαν δα καργιά τ’νι μι α ντιζλίτσις
(σκέπαζαν την κοιλιά τους με ποδιές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πότε τρώγω, σκεπιέμαι με το γιασμά
(όταν τρώω σκεπάζομαι με το μαντήλι)
Ανακ.
-Cost.
Σκεπασμένου μι δου πάπλωμα
(σκεπασμένος με το πάπλωμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εκεί τότε 'σέμην η Πεντάμορφη σκεπασμένη ασ' την κορυφή ως τα κότζια
(Εκεί τότε μπήκε η Πεντάμορφη καλυμμένη απ' την κορυφή μέχρι τις φτέρνες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τζ̑ο θωρήνκιν ντα ο γαμbρός τη νύφη του, ήταν σ̑επασμένη
(Δεν έβλεπε ο γαμπρός τη νύφη, ήταν σκεπασμένη)
Τσουχούρ.
-VLACH
Να μπει ση στρώση ντά σ̑επάσει μο το γιοργάνι
(Θα μπει στο στρώμα, θα τον σκεπάσει με το πάπλωμα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Γυρίζω τα γιοργάνι και σκεπάνω σε
(γυρίζω το πάπλωμα και σε σκεπάζω)
Καππ.
-Lag.
Το παιδί ταβρά μανχαίρ’ και σφάγν’ τη νύμφη, και πάπλωμα σκεπάγνει κλειδώνει και μανδαλώνει
(το παιδί τραβά μαχαίρι και σφάζει τη νύφη, και με πάπλωμα τη σκεπάζει, κλειδώνει, μανταλώνει)
Καππ.
-Αινατζ.
2. Μτβ., κλείνω
Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Στζ̑έπα το θύρι
(Κλείσε την πόρτα)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Σκέπασ' και το κάπιν'
(Κλείσε και το παράθυρο)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Συνών.
αρμώνω, κουπώνω, τσουλιάζω
β.
Αμτβ. μεσοπαθ., κλείνω
Φερτάκ.
:
«Ορτούλ ζεμπίλι.». Στσ̑επάθην το γκάτσ̑ι
(«Κλείσε, υάκινθε», κι έκλεισε ο βράχος
)
Φερτάκ.
-Dawk.