ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκεμπές (ουσ.) σκεbές [sceˈbes] Μισθ. σκεμπί [scemˈbi] Τελμ. Από το νεότ. ουσ. σκεμπέ (Λεξ, Κριαρ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. işkembe = κοιλιά, στομάχι βοδιού, πατσάς, με αποβολή του αρκτ. άτονου φων.
1. Κοιλαράς Μισθ.
2. Στομάχι σφαγμένου ζώου από το οπ. παρασκευάζεται πατσάς Μισθ., Τελμ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024