σκεμπές
(ουσ.)
σκεbές
[sceˈbes]
Μισθ.
σκεμπί
[scemˈbi]
Τελμ.
Από το νεότ. ουσ. σκεμπέ (Λεξ, Κριαρ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. işkembe = κοιλιά, στομάχι βοδιού, πατσάς, με αποβολή του αρκτ. άτονου φων.
1. Στομάχι σφαγμένου ζώου από το οπ. παρασκευάζεται πατσάς
Μισθ., Τελμ.
2. Κοιλαράς
Μισθ.