μποκλουκαριά
(ουσ. θηλ.)
μποqλουqαριά
[boqlukaˈrʝa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ ουσ. bokluk, όπου και διαλεκτ. τύπ. bohluh = α) ακαθαρσία, κοπριά β) ως διαλεκτ. σημ. εντόσθια, και το παραγωγ. επίθμ. -αριά.
Στομάχι
Ουλαγ.
:
‘ριφιού μποqλουqαριά
(του εριφιού το στομάχι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Απ' το καφά τ' έβγαλεν ντο μποκλουκαριά και φάισεν ντο εισ̑τηγή
(Απ' το κεφάλι της έβγαλε τα στομάχια-άντερα της κατσίκας και το κοπάνισε στο έδαφος)
Ουλαγ.
-Dawk.