ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποκλουκαριά (ουσ. θηλ.) μποqλουqαριά [boqlukaˈrʝa] Ουλαγ. Από το τουρκ ουσ. bokluk, όπου και διαλεκτ. τύπ. bohluh = α) ακαθαρσία, κοπριά β) ως διαλεκτ. σημ. εντόσθια, και το παραγωγ. επίθμ. -αριά.
Στομάχι Ουλαγ. : ‘ριφιού μποqλουqαριά (του εριφιού το στομάχι) Ουλαγ. -Dawk. Απ' το καφά τ' έβγαλεν ντο μποκλουκαριά και φάισεν ντο εισ̑τηγή (Απ' το κεφάλι της έβγαλε τα στομάχια-άντερα της κατσίκας και το κοπάνισε στο έδαφος) Ουλαγ. -Dawk.